σπληνικός

σπληνικός
-ή, -ό / σπληνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σπλήν, -ηνός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπλήνα («σπληνικός τρόπος», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
φρ. α) «σπληνική αρτηρία»
ανατ. κλάδος τής κοιλιακής αορτής που φέρεται προς την σπλήνα ακολουθώντας το άνω περίγραμμα τού παγκρέατος
β) «σπληνική φλέβα»
ανατ. φλέβα που οδηγεί το φλεβικό αίμα τής σπλήνας στην πυλαία φλέβα
γ) «σπληνικός δείκτης»
ιατρ. επιδημιολογικός δείκτης που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής έκτασης τής ελονοσίας και αντιπροσωπεύει το ποσοστό τών ατόμων με υπερτροφία τής σπλήνας
μσν.-αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σπληνικός
αυτός που υποφέρει από πάθηση τής σπλήνας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σπληνικά
νόσος τής σπλήνας, κυρίως η διόγκωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπληνικός — of the spleen masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνικός — ή, ό 1. σπληνιάρης. 2. αυτός που αναφέρεται στη σπλήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπληνικά — σπληνικός of the spleen neut nom/voc/acc pl σπληνικά̱ , σπληνικός of the spleen fem nom/voc/acc dual σπληνικά̱ , σπληνικός of the spleen fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνικῶν — σπληνικός of the spleen fem gen pl σπληνικός of the spleen masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνικόν — σπληνικός of the spleen masc acc sg σπληνικός of the spleen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνικαῖς — σπληνικός of the spleen fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνικοῖς — σπληνικός of the spleen masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνικοί — σπληνικός of the spleen masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνικοῦ — σπληνικός of the spleen masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνικούς — σπληνικός of the spleen masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”